πορθώτης

πορθώτης
ὁ, Α
ιερέας τού Θωθ στην Αίγυπτο, επόπτης τών ιερών ιβίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό pwr Thwt «ο μεγάλος (ιερέας) τού Θωθ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”